Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imagìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imaˈʤizmo]

ποιητικό κίνημα 20ου αιώνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imaginismo imano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ilozoismo (ουσ αρσ )
ilozoista (ουσ αρσ και θηλ.)
ilozoistico (επίθ.)
imagine (θηλ.ουσ)
imaginismo (ουσ αρσ )
imagismo (ουσ αρσ )
imano (ουσ αρσ )
imatio (ουσ αρσ )
imbacare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbacchettonire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbachire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbacuccare (ρ. μτβ.)
imbacuccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbalconato (επίθ.)
imbaldanzire (ρ.αμτβ.)
imbaldanzire (ρ. μτβ.)
imbaldanzirsi (ρ.μ. (αντων.))
imballaggio (ουσ αρσ )
imballare (ρ. μτβ.)
imballato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---