Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illuminàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [illumiˈnare]

φωτίζω, φωταγωγώ

illuminarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [illumiˈnarsi]

1 λάμπω
2 λαμπρύνομαι
3 φωτίζομαι
4 αστραποβολώ
5 αστράφτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illuminante illuminativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illuditore (ουσ αρσ )
illume (επίθ.)
illuminabile (επίθ.)
illuminamento (ουσ αρσ )
illuminante (αρσ. επίθ και ουσ)
illuminare (ρ. μτβ.)
illuminarsi (ρ.μ. (αντων.))
illuminativo (επίθ.)
illuminato (αρσ. επίθ και ουσ)
illuminatore (ουσ αρσ )
illuminatore (επίθ.)
illuminazione (θηλ.ουσ)
illuminello (ουσ αρσ )
illuminismo (ουσ αρσ )
illuminista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
illuministico (επίθ.)
illuminometro (ουσ αρσ )
illuminotecnica (θηλ.ουσ)
illusione (θηλ.ουσ)
illusionismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---