Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόillegittimità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [illeʤittimiˈta] 1 ιδιότητα του αθέμιτου 2 νόθος καταγωγή 3 παρανομία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |