Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illegittimità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [illeʤittimiˈta]

1 ιδιότητα του αθέμιτου
2 νόθος καταγωγή
3 παρανομία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illeggibile illegittimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illegalmente (επίρ.)
illeggiadrire (ρ.αμτβ.)
illeggiadrire (ρ. μτβ.)
illeggiadrirsi (ρ.μ. (αντων.))
illeggibile (επίθ.)
illegittimità (θηλ.ουσ)
illegittimo (ουσ αρσ )
illegittimo (επίθ.)
illeso (επίθ.)
illetterato (αρσ. επίθ και ουσ)
illibatezza (θηλ.ουσ)
illibato (επίθ.)
illiberale (επίθ.)
illiberalità (θηλ.ουσ)
illiberalmente (επίρ.)
illiceità (θηλ.ουσ)
illico et immediate (επίρ.)
illimitatamente (επίρ.)
illimitatezza (θηλ.ουσ)
illimitato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---