Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illetteràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [illetteˈrato]

1 αδιαπαιδαγώγητος
2 ακαλλιέργητος
3 αμόρφωτος
4 αναλφάβητος
5 αγράμματος
6 απαίδευτος
7 αστοιχείωτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illeso illibatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illeggibile (επίθ.)
illegittimità (θηλ.ουσ)
illegittimo (ουσ αρσ )
illegittimo (επίθ.)
illeso (επίθ.)
illetterato (αρσ. επίθ και ουσ)
illibatezza (θηλ.ουσ)
illibato (επίθ.)
illiberale (επίθ.)
illiberalità (θηλ.ουσ)
illiberalmente (επίρ.)
illiceità (θηλ.ουσ)
illico et immediate (επίρ.)
illimitatamente (επίρ.)
illimitatezza (θηλ.ουσ)
illimitato (επίθ.)
illiquidire (ρ.αμτβ.)
Illiria (κύρ.όν. θηλ.)
illirico (αρσ. επίθ και ουσ)
illividimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---