Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illimitataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [illimitataˈmente]

απεριόριστα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illico et immediate illimitatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illiberale (επίθ.)
illiberalità (θηλ.ουσ)
illiberalmente (επίρ.)
illiceità (θηλ.ουσ)
illico et immediate (επίρ.)
illimitatamente (επίρ.)
illimitatezza (θηλ.ουσ)
illimitato (επίθ.)
illiquidire (ρ.αμτβ.)
Illiria (κύρ.όν. θηλ.)
illirico (αρσ. επίθ και ουσ)
illividimento (ουσ αρσ )
illividire (ρ.αμτβ.)
illividire (ρ. μτβ.)
illogicità (θηλ.ουσ)
illogico (επίθ.)
illudere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
illudersi (ρ.μ. (αντων.))
illuditore (ουσ αρσ )
illume (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---