Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illiberàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [illibeˈrale]

1 σκλαβωμένος
2 δούλος
3 ανελεύθερος
4 μη φιλελεύθερος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illibato illiberalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illegittimo (επίθ.)
illeso (επίθ.)
illetterato (αρσ. επίθ και ουσ)
illibatezza (θηλ.ουσ)
illibato (επίθ.)
illiberale (επίθ.)
illiberalità (θηλ.ουσ)
illiberalmente (επίρ.)
illiceità (θηλ.ουσ)
illico et immediate (επίρ.)
illimitatamente (επίρ.)
illimitatezza (θηλ.ουσ)
illimitato (επίθ.)
illiquidire (ρ.αμτβ.)
Illiria (κύρ.όν. θηλ.)
illirico (αρσ. επίθ και ουσ)
illividimento (ουσ αρσ )
illividire (ρ.αμτβ.)
illividire (ρ. μτβ.)
illogicità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---