Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illibatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [illibaˈtettsa]

1 ήθος
2 τιμιότητα
3 αθωότητα
4 παρθενιά
5 ακεραιότητα
6 αγνότητα
7 αγνεία
8 καθαρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illetterato illibato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illegittimità (θηλ.ουσ)
illegittimo (ουσ αρσ )
illegittimo (επίθ.)
illeso (επίθ.)
illetterato (αρσ. επίθ και ουσ)
illibatezza (θηλ.ουσ)
illibato (επίθ.)
illiberale (επίθ.)
illiberalità (θηλ.ουσ)
illiberalmente (επίρ.)
illiceità (θηλ.ουσ)
illico et immediate (επίρ.)
illimitatamente (επίρ.)
illimitatezza (θηλ.ουσ)
illimitato (επίθ.)
illiquidire (ρ.αμτβ.)
Illiria (κύρ.όν. θηλ.)
illirico (αρσ. επίθ και ουσ)
illividimento (ουσ αρσ )
illividire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---