Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illibàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [illiˈbato]

1 άδολος
2 άμεμπτος
3 παρθενικός
4 παρθένος
5 αμαγάριστος
6 άφθορος
7 άψογος
8 αδέκαστος
9 αμάλαγος
10 αμόλυντος
11 αγνός
12 αδιάφθορος
13 ανέγγιχτος
14 ηθικός
15 αμίαντος
16 ανόθευτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illibatezza illiberale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illegittimo (ουσ αρσ )
illegittimo (επίθ.)
illeso (επίθ.)
illetterato (αρσ. επίθ και ουσ)
illibatezza (θηλ.ουσ)
illibato (επίθ.)
illiberale (επίθ.)
illiberalità (θηλ.ουσ)
illiberalmente (επίρ.)
illiceità (θηλ.ουσ)
illico et immediate (επίρ.)
illimitatamente (επίρ.)
illimitatezza (θηλ.ουσ)
illimitato (επίθ.)
illiquidire (ρ.αμτβ.)
Illiria (κύρ.όν. θηλ.)
illirico (αρσ. επίθ και ουσ)
illividimento (ουσ αρσ )
illividire (ρ.αμτβ.)
illividire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---