Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illegìttimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [illeˈʤittimo]

1 νόθο παιδί
2 εξώγαμο παιδί

illegìttimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [illeˈʤittimo]

1 άδικος
2 νόθος
3 αδικαιολόγητος
4 αθέμιτος
5 παράνομος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illegittimità illeso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illeggiadrire (ρ.αμτβ.)
illeggiadrire (ρ. μτβ.)
illeggiadrirsi (ρ.μ. (αντων.))
illeggibile (επίθ.)
illegittimità (θηλ.ουσ)
illegittimo (ουσ αρσ )
illegittimo (επίθ.)
illeso (επίθ.)
illetterato (αρσ. επίθ και ουσ)
illibatezza (θηλ.ουσ)
illibato (επίθ.)
illiberale (επίθ.)
illiberalità (θηλ.ουσ)
illiberalmente (επίρ.)
illiceità (θηλ.ουσ)
illico et immediate (επίρ.)
illimitatamente (επίρ.)
illimitatezza (θηλ.ουσ)
illimitato (επίθ.)
illiquidire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---