Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόilleggiadrìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [illedʤaˈdrire] ομορφαίνω illeggiadrìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [illedʤaˈdrire] 1 κάνω (κάποιον ή κάτι ) πιο όμορφο 2 εξωραΐζω 3 στολίζω illeggiadrirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [illedʤaˈdrirsi] ομορφαίνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |