Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόillécito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ilˈleʧito] παράνομος άνθρωπος illécito επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ilˈleʧito] 1 άνομος 2 έκνομος 3 νεφάριος 4 αθέμιτος 5 απαγορευμένος 6 παράνομος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |