Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illanguidìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [illangwiˈdire]

1 κατακουράζομαι
2 ατονώ
3 εξαντλούμαι
4 εξασθενώ
5 φθίνω

illanguidìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [illangwiˈdire]

1 καθιστώ κάτι ή κάποιον αδύνατο ή άτονο
2 προκαλώ εξασθένιση

illanguidirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [illangwiˈdirsi]

1 μπεζερίζω
2 κόβομαι
3 κουράζομαι
4 ρέβω
5 καταρρέω
6 καταπέφτω
7 συντρίβομαι
8 καταρρέω
9 κατακουράζομαι
10 εξαντλούμαι
11 φθίνω
12 ατονώ
13 κατακόβομαι
14 δαπανώ δυνάμεις
15 βαλαντώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illanguidimento illativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iliaco (επίθ.)
iliade (θηλ.ουσ)
illacrimato (επίθ.)
illaidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
illanguidimento (ουσ αρσ )
illanguidire (ρ.αμτβ.)
illanguidire (ρ. μτβ.)
illanguidirsi (ρ.μ. (αντων.))
illativo (επίθ.)
illazione (θηλ.ουσ)
illecebra (θηλ.ουσ)
illecitamente (επίρ.)
illecito (ουσ αρσ )
illecito (επίθ.)
illegale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
illegalità (θηλ.ουσ)
illegalmente (επίρ.)
illeggiadrire (ρ.αμτβ.)
illeggiadrire (ρ. μτβ.)
illeggiadrirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---