Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [illatˈtsjone]

1 συμπέρασμα λογικής ανάλυσης
2 εξαγωγή συμπεράσματος
3 συμπέρασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illativo illecebra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illanguidimento (ουσ αρσ )
illanguidire (ρ.αμτβ.)
illanguidire (ρ. μτβ.)
illanguidirsi (ρ.μ. (αντων.))
illativo (επίθ.)
illazione (θηλ.ουσ)
illecebra (θηλ.ουσ)
illecitamente (επίρ.)
illecito (ουσ αρσ )
illecito (επίθ.)
illegale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
illegalità (θηλ.ουσ)
illegalmente (επίρ.)
illeggiadrire (ρ.αμτβ.)
illeggiadrire (ρ. μτβ.)
illeggiadrirsi (ρ.μ. (αντων.))
illeggibile (επίθ.)
illegittimità (θηλ.ουσ)
illegittimo (ουσ αρσ )
illegittimo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---