Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illanguidiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [illangwidiˈmento]

1 καταπόνηση
2 εξάντληση
3 εξασθένιση
4 καταβολή
5 αδυνάτισμα
6 ατονία
7 ατόνηση
8 αποδυνάμωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illaidire illanguidire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ileologia (θηλ.ουσ)
iliaco (επίθ.)
iliade (θηλ.ουσ)
illacrimato (επίθ.)
illaidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
illanguidimento (ουσ αρσ )
illanguidire (ρ.αμτβ.)
illanguidire (ρ. μτβ.)
illanguidirsi (ρ.μ. (αντων.))
illativo (επίθ.)
illazione (θηλ.ουσ)
illecebra (θηλ.ουσ)
illecitamente (επίρ.)
illecito (ουσ αρσ )
illecito (επίθ.)
illegale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
illegalità (θηλ.ουσ)
illegalmente (επίρ.)
illeggiadrire (ρ.αμτβ.)
illeggiadrire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---