Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόillanguidiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [illangwidiˈmento] 1 καταπόνηση 2 εξάντληση 3 εξασθένιση 4 καταβολή 5 αδυνάτισμα 6 ατονία 7 ατόνηση 8 αποδυνάμωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |