Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frégola (θηλ.ουσ) frenologìa (θηλ.ουσ)
frégolo (ουσ αρσ ) frenològico (επίθ.)
frèisa (ουσ αρσ και θηλ.) frenòlogo (ουσ αρσ )
fremebóndo (επίθ.) frenopatìa (θηλ.ουσ)
fremènte (επίθ.) frènulo (ουσ αρσ )
frèmere (ρ. μτβ. και αμετβ.) frèon (ουσ αρσ )
frèmito (ουσ αρσ ) frequentàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frenàbile (επίθ.) frequentatìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
frenàggio (ουσ αρσ ) frequentàto (επίθ.)
frenàre (ρ.αμτβ.) frequentatóre (ουσ αρσ )
frenàre (ρ. μτβ.) frequentazióne (θηλ.ουσ)
frenarsi (ρ.μ. (αντων.)) frequènte (επίθ.)
frenastenìa (θηλ.ουσ) frequenteménte (επίρ.)
frenastènico (αρσ. επίθ και ουσ) frequènza (θηλ.ουσ)
frenàta (θηλ.ουσ) frequenzìmetro (ουσ αρσ )
frenàto (επίθ.) frequenziòmetro (ουσ αρσ )
frenatóre (ουσ αρσ ) frèsa (θηλ.ουσ)
frenatùra (θηλ.ουσ) frésco (ουσ αρσ )
frenèllo (ουσ αρσ ) frésco (επίθ.)
frenesìa (θηλ.ουσ) frétta (θηλ.ουσ)
freneticaménte (επίρ.) frettolóso (επίθ.)
frenètico (αρσ. επίθ και ουσ) frìggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frènico (επίθ.) frigorìfero (αρσ. επίθ και ουσ)
fréno, frèno (ουσ αρσ ) frittàta (θηλ.ουσ)
frenocòmio (ουσ αρσ ) frittèlla (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: