Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frequenziòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [frekwenˈtsjɔmetro]

1 κυματόμετρο
2 όργανο μέτρησης συχνότητας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frequenzimetro fresa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frequentazione (θηλ.ουσ)
frequente (επίθ.)
frequentemente (επίρ.)
frequenza (θηλ.ουσ)
frequenzimetro (ουσ αρσ )
frequenziometro (ουσ αρσ )
fresa (θηλ.ουσ)
fresco (ουσ αρσ )
fresco (επίθ.)
fretta (θηλ.ουσ)
frettoloso (επίθ.)
friggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frigorifero (αρσ. επίθ και ουσ)
frittata (θηλ.ουσ)
frittella (θηλ.ουσ)
fritto (αρσ. επίθ και ουσ)
frizione (θηλ.ουσ)
frizzante (αρσ. επίθ και ουσ)
frode (θηλ.ουσ)
frontale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---