Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrèsa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈfrɛza] 1 τόρνος 2 μηχανή κοπής 3 φρέζα 4 εκγλύφανο 5 κοπτικό εργαλείο τόρνου 6 κοπτική μηχανή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |