Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frèsa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfrɛza]

1 τόρνος
2 μηχανή κοπής
3 φρέζα
4 εκγλύφανο
5 κοπτικό εργαλείο τόρνου
6 κοπτική μηχανή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frequenziometro fresco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frequente (επίθ.)
frequentemente (επίρ.)
frequenza (θηλ.ουσ)
frequenzimetro (ουσ αρσ )
frequenziometro (ουσ αρσ )
fresa (θηλ.ουσ)
fresco (ουσ αρσ )
fresco (επίθ.)
fretta (θηλ.ουσ)
frettoloso (επίθ.)
friggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frigorifero (αρσ. επίθ και ουσ)
frittata (θηλ.ουσ)
frittella (θηλ.ουσ)
fritto (αρσ. επίθ και ουσ)
frizione (θηλ.ουσ)
frizzante (αρσ. επίθ και ουσ)
frode (θηλ.ουσ)
frontale (επίθ.)
fronte (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---