Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frequènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [freˈkwɛntsa]

1 συρροή
2 τακτική επίσκεψη ή παρουσία
3 παρουσία
4 συχνότητα
5 συχνότητα επισκέψεων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frequentemente frequenzimetro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frequentato (επίθ.)
frequentatore (ουσ αρσ )
frequentazione (θηλ.ουσ)
frequente (επίθ.)
frequentemente (επίρ.)
frequenza (θηλ.ουσ)
frequenzimetro (ουσ αρσ )
frequenziometro (ουσ αρσ )
fresa (θηλ.ουσ)
fresco (ουσ αρσ )
fresco (επίθ.)
fretta (θηλ.ουσ)
frettoloso (επίθ.)
friggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frigorifero (αρσ. επίθ και ουσ)
frittata (θηλ.ουσ)
frittella (θηλ.ουσ)
fritto (αρσ. επίθ και ουσ)
frizione (θηλ.ουσ)
frizzante (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---