Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frigorìfero  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [frigoˈrifero]

το ψυγείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  friggere frittata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fresco (ουσ αρσ )
fresco (επίθ.)
fretta (θηλ.ουσ)
frettoloso (επίθ.)
friggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frigorifero (αρσ. επίθ και ουσ)
frittata (θηλ.ουσ)
frittella (θηλ.ουσ)
fritto (αρσ. επίθ και ουσ)
frizione (θηλ.ουσ)
frizzante (αρσ. επίθ και ουσ)
frode (θηλ.ουσ)
frontale (επίθ.)
fronte (ουσ αρσ )
fronte (θηλ.ουσ)
frontiera (θηλ.ουσ)
frugare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frullato (ουσ αρσ )
frullatore (ουσ αρσ )
frusta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---