Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈfretta] η βιασύνη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavere fretta = βιάζομαι || in fretta = βιαστικά || mettere fretta a qualcuno = αναγκάζω κανέναν να βιαστεί Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |