Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfretta]

η βιασύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fresco frettoloso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere fretta = βιάζομαι || in fretta = βιαστικά || mettere fretta a qualcuno = αναγκάζω κανέναν να βιαστεί


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frequenzimetro (ουσ αρσ )
frequenziometro (ουσ αρσ )
fresa (θηλ.ουσ)
fresco (ουσ αρσ )
fresco (επίθ.)
fretta (θηλ.ουσ)
frettoloso (επίθ.)
friggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frigorifero (αρσ. επίθ και ουσ)
frittata (θηλ.ουσ)
frittella (θηλ.ουσ)
fritto (αρσ. επίθ και ουσ)
frizione (θηλ.ουσ)
frizzante (αρσ. επίθ και ουσ)
frode (θηλ.ουσ)
frontale (επίθ.)
fronte (ουσ αρσ )
fronte (θηλ.ουσ)
frontiera (θηλ.ουσ)
frugare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---