ItalianoGreco


frìtto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfritto]

τηγανιτός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


patate [θηλ. πλυθ.] fritte = οι τηγανιτές πατάτες [f.] || uovo [αρσ.] fritto = το τηγανητό αυγό



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---