Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frequentatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [frekwentaˈtore]

1 συχνός επισκέπτης
2 θαμώνας
3 τακτικός πελάτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frequentato frequentazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frenulo (ουσ αρσ )
freon (ουσ αρσ )
frequentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frequentativo (αρσ. επίθ και ουσ)
frequentato (επίθ.)
frequentatore (ουσ αρσ )
frequentazione (θηλ.ουσ)
frequente (επίθ.)
frequentemente (επίρ.)
frequenza (θηλ.ουσ)
frequenzimetro (ουσ αρσ )
frequenziometro (ουσ αρσ )
fresa (θηλ.ουσ)
fresco (ουσ αρσ )
fresco (επίθ.)
fretta (θηλ.ουσ)
frettoloso (επίθ.)
friggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frigorifero (αρσ. επίθ και ουσ)
frittata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---