Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrequentatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [frekwentaˈtore] 1 συχνός επισκέπτης 2 θαμώνας 3 τακτικός πελάτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |