Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrégolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfregolo] 1 αυγοτάραχο ψαριών 2 γόνος (ψαριών ή βατράχων) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |