Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fremènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [freˈmɛnte]

1 τρεμουλιαστός
2 δονούμενος
3 τρομώδης
4 συναρπαστικός
5 παλλόμενος
6 τρεμάμενος
7 με ρίγη συγκίνησης
8 τρέμων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fremebondo fremere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frego (ουσ αρσ )
fregola (θηλ.ουσ)
fregolo (ουσ αρσ )
freisa (ουσ αρσ και θηλ.)
fremebondo (επίθ.)
fremente (επίθ.)
fremere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fremito (ουσ αρσ )
frenabile (επίθ.)
frenaggio (ουσ αρσ )
frenare (ρ.αμτβ.)
frenare (ρ. μτβ.)
frenarsi (ρ.μ. (αντων.))
frenastenia (θηλ.ουσ)
frenastenico (αρσ. επίθ και ουσ)
frenata (θηλ.ουσ)
frenato (επίθ.)
frenatore (ουσ αρσ )
frenatura (θηλ.ουσ)
frenello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---