Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frenàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [freˈnare]

1 ελέγχω τον εαυτό μου
2 συγκρατιέμαι
3 χαλιναγωγούμαι

frenàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [freˈnare]

φρενάρω

frenarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [freˈnarsi]

1 συγκρατιέμαι
2 ελέγχω τον εαυτό μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frenaggio frenastenia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fremente (επίθ.)
fremere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fremito (ουσ αρσ )
frenabile (επίθ.)
frenaggio (ουσ αρσ )
frenare (ρ.αμτβ.)
frenare (ρ. μτβ.)
frenarsi (ρ.μ. (αντων.))
frenastenia (θηλ.ουσ)
frenastenico (αρσ. επίθ και ουσ)
frenata (θηλ.ουσ)
frenato (επίθ.)
frenatore (ουσ αρσ )
frenatura (θηλ.ουσ)
frenello (ουσ αρσ )
frenesia (θηλ.ουσ)
freneticamente (επίρ.)
frenetico (αρσ. επίθ και ουσ)
frenico (επίθ.)
freno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---