Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


freneticaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [frenetikaˈmente]

1 έξαλλα
2 ενθουσιωδώς
3 φρενιτιωδώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frenesia frenetico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frenato (επίθ.)
frenatore (ουσ αρσ )
frenatura (θηλ.ουσ)
frenello (ουσ αρσ )
frenesia (θηλ.ουσ)
freneticamente (επίρ.)
frenetico (αρσ. επίθ και ουσ)
frenico (επίθ.)
freno (ουσ αρσ )
frenocomio (ουσ αρσ )
frenologia (θηλ.ουσ)
frenologico (επίθ.)
frenologo (ουσ αρσ )
frenopatia (θηλ.ουσ)
frenulo (ουσ αρσ )
freon (ουσ αρσ )
frequentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frequentativo (αρσ. επίθ και ουσ)
frequentato (επίθ.)
frequentatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---