Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frenopatìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [frenopaˈtia]

1 ψυχασθένεια
2 φρενοπάθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frenologo frenulo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

freno (ουσ αρσ )
frenocomio (ουσ αρσ )
frenologia (θηλ.ουσ)
frenologico (επίθ.)
frenologo (ουσ αρσ )
frenopatia (θηλ.ουσ)
frenulo (ουσ αρσ )
freon (ουσ αρσ )
frequentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frequentativo (αρσ. επίθ και ουσ)
frequentato (επίθ.)
frequentatore (ουσ αρσ )
frequentazione (θηλ.ουσ)
frequente (επίθ.)
frequentemente (επίρ.)
frequenza (θηλ.ουσ)
frequenzimetro (ουσ αρσ )
frequenziometro (ουσ αρσ )
fresa (θηλ.ουσ)
fresco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---