Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fréno, frèno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfreno], [ˈfrɛno]

το φρένο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frenico frenocomio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


freno [αρσ.] a mano = το χειρόφρενο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frenello (ουσ αρσ )
frenesia (θηλ.ουσ)
freneticamente (επίρ.)
frenetico (αρσ. επίθ και ουσ)
frenico (επίθ.)
freno (ουσ αρσ )
frenocomio (ουσ αρσ )
frenologia (θηλ.ουσ)
frenologico (επίθ.)
frenologo (ουσ αρσ )
frenopatia (θηλ.ουσ)
frenulo (ουσ αρσ )
freon (ουσ αρσ )
frequentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frequentativo (αρσ. επίθ και ουσ)
frequentato (επίθ.)
frequentatore (ουσ αρσ )
frequentazione (θηλ.ουσ)
frequente (επίθ.)
frequentemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---