Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfréno, frèno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfreno], [ˈfrɛno] το φρένο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfreno [αρσ.] a mano = το χειρόφρενο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |