Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrenatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [frenaˈtura] 1 τροχοπέδηση 2 πέδηση 3 φρενάρισμα 4 ασφάλιση (συσκευής ή διάταξης) με σύρμα ασφαλείας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |