Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrenàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [freˈnata] 1 φρενάρισμα 2 σημάδι από φρενάρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |