Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrenastènico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [frenasˈtɛniko] 1 καθυστερημένος (διανοητικά) 2 λειψός στο μυαλό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |