Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

favóre (ουσ αρσ ) Fèbe (κύρ.όν. θηλ.)
favoreggiaménto (ουσ αρσ ) Fèbo (ουσ αρσ )
favoreggiàre (ρ. μτβ.) fecàle (επίθ.)
favoreggiatóre (αρσ. επίθ και ουσ) fèccia, féccia (θηλ.ουσ)
favorévole (επίθ.) feccióso (επίθ.)
favorìre (ρ. μτβ.) fecciùme (ουσ αρσ )
favorìta (θηλ.ουσ) fèci, féci (θηλ. ουσ πληθ.)
favoritìsmo (ουσ αρσ ) feciàle (ουσ αρσ )
favorìto (ουσ αρσ ) fècola, fécola (θηλ.ουσ)
favorìto (επίθ.) fecondàbile (επίθ.)
fax (ουσ αρσ ) fecondabilità (θηλ.ουσ)
fazióne (θηλ.ουσ) fecondàre (ρ. μτβ.)
faziosità (θηλ.ουσ) fecondatìvo (επίθ.)
fazióso (ουσ αρσ ) fecondatóre (ουσ αρσ )
fazióso (επίθ.) fecondatóre (επίθ.)
fazzolétto (ουσ αρσ ) fecondazióne (θηλ.ουσ)
febbràio (ουσ αρσ ) fecondità (θηλ.ουσ)
fèbbre (θηλ.ουσ) fecóndo (επίθ.)
febbriciàttola (θηλ.ουσ) fedain (ουσ αρσ )
febbricitànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) féde (θηλ.ουσ)
febbrìcola (θηλ.ουσ) fedecommésso (αρσ. επίθ και ουσ)
febbrìfugo, febbrifùgo (επίθ.) fedéle, fedèle (ουσ αρσ και θηλ.)
febbrìle (επίθ.) fedéle, fedèle (επίθ.)
febbrilménte (επίρ.) fedelménte (επίρ.)
febbróne (ουσ αρσ ) fedeltà (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: