Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dilettantìstico (επίθ.) dimagrànte (επίθ.)
dilettàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) dimagràre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dilettarsi (ρ.μ. (αντων.)) dimagriménto (ουσ αρσ )
dilettévole (ουσ αρσ ) dimagrìre (ρ.αμτβ.)
dilettévole (επίθ.) dimenaménto (ουσ αρσ )
dilettevolménte (επίρ.) dimenàre (ρ. μτβ.)
dilètto (ουσ αρσ ) dimenarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilètto (επίθ.) dimenìo (ουσ αρσ )
dilettóso (επίθ.) dimensionàle (επίθ.)
diligènte (επίθ.) dimensióne (θηλ.ουσ)
diligenteménte (επίρ.) dimenticàbile (επίθ.)
diligènza (θηλ.ουσ) dimenticànza (θηλ.ουσ)
diliscàre (ρ. μτβ.) dimenticàre (ρ. μτβ.)
dilucidàre (ρ. μτβ.) dimenticarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilucidazióne (θηλ.ουσ) dimenticatóio (ουσ αρσ )
dilùcolo (ουσ αρσ ) diméntico (επίθ.)
diluènte (επίθ.) dìmero (αρσ. επίθ και ουσ)
diluìre (ρ. μτβ.) dimésso (επίθ.)
diluizióne (θηλ.ουσ) dimestichézza (θηλ.ουσ)
dilungàrsi (ρ. μ. αμτβ.) dìmetro (ουσ αρσ )
diluviàle (αρσ. επίθ και ουσ) diméttere (ρ. μτβ.)
diluviàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) diméttersi (ρ. μ. αμτβ.)
dilùvio (ουσ αρσ ) dimezzaménto (ουσ αρσ )
diluzióne (θηλ.ουσ) dimezzàre (ρ. μτβ.)
dimagraménto (ουσ αρσ ) dimezzàto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: