Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dimezzaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dimeddzaˈmento]

1 διχοτόμηση
2 μείωση στη μέση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dimettersi dimezzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dimesso (επίθ.)
dimestichezza (θηλ.ουσ)
dimetro (ουσ αρσ )
dimettere (ρ. μτβ.)
dimettersi (ρ. μ. αμτβ.)
dimezzamento (ουσ αρσ )
dimezzare (ρ. μτβ.)
dimezzato (επίθ.)
diminuendo (ουσ αρσ )
diminuibile (επίθ.)
diminuire (ρ.αμτβ.)
diminuire (ρ. μτβ.)
diminuirsi (ρ.μ. (αντων.))
diminutivo (ουσ αρσ )
diminutivo (επίθ.)
diminutore (αρσ. επίθ και ουσ)
diminuzione (θηλ.ουσ)
dimissionare (ρ. μτβ.)
dimissionario (επίθ.)
dimissione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---