Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdimezzàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dimedˈdzato] 1 κομμένος στη μέση 2 διχοτομημένος 3 διχασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |