Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdimòra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [diˈmɔra] 1 αργοπορία 2 καθυστέρηση 3 κατοικία 4 διαμονή 5 ενδιαίτηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |