Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dimorfìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dimorˈfizmo]

διμορφισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dimorare dimorfo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dimissionario (επίθ.)
dimissione (θηλ.ουσ)
dimissoria (θηλ.ουσ)
dimora (θηλ.ουσ)
dimorare (ρ.αμτβ.)
dimorfismo (ουσ αρσ )
dimorfo (επίθ.)
dimostrabile (επίθ.)
dimostrabilità (θηλ.ουσ)
dimostrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dimostrare (ρ. μτβ.)
dimostrarsi (ρ.μ. (αντων.))
dimostrativo (επίθ.)
dimostratore (ουσ αρσ )
dimostrazione (θηλ.ουσ)
dina (θηλ.ουσ)
dinamica (θηλ.ουσ)
dinamicità (θηλ.ουσ)
dinamico (επίθ.)
dinamismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---