Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dinamìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dinaˈmizmo]

1 σθένος
2 δυναμικότητα
3 δυναμισμός
4 ενεργητικότητα
5 δραστηριότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dinamico dinamitardo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dimostrazione (θηλ.ουσ)
dina (θηλ.ουσ)
dinamica (θηλ.ουσ)
dinamicità (θηλ.ουσ)
dinamico (επίθ.)
dinamismo (ουσ αρσ )
dinamitardo (ουσ αρσ )
dinamitardo (επίθ.)
dinamite (θηλ.ουσ)
dinamitico (επίθ.)
dinamo (θηλ.ουσ)
dinamoelettrico (επίθ.)
dinamometria (επίθ.)
dinamometrico (επίθ.)
dinamometro (ουσ αρσ )
dinanzi (ουσ αρσ )
dinanzi (επίθ.)
dinanzi (επίρ.)
dinaro (ουσ αρσ )
dinasta (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---