Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dinamòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dinaˈmɔmetro]

Δυναμόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dinamometrico dinanzi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dinamitico (επίθ.)
dinamo (θηλ.ουσ)
dinamoelettrico (επίθ.)
dinamometria (επίθ.)
dinamometrico (επίθ.)
dinamometro (ουσ αρσ )
dinanzi (ουσ αρσ )
dinanzi (επίθ.)
dinanzi (επίρ.)
dinaro (ουσ αρσ )
dinasta (ουσ αρσ )
dinastia (θηλ.ουσ)
dinastico (επίθ.)
dindi (ουσ αρσ )
dindin (ονοματ.)
dindon (ονοματ.)
dine (θηλ.ουσ)
dingo (ουσ αρσ )
diniego (ουσ αρσ )
dinitrofenolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---