Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dinastìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dinasˈtia]

η δυναστεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dinasta dinastico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dinanzi (ουσ αρσ )
dinanzi (επίθ.)
dinanzi (επίρ.)
dinaro (ουσ αρσ )
dinasta (ουσ αρσ )
dinastia (θηλ.ουσ)
dinastico (επίθ.)
dindi (ουσ αρσ )
dindin (ονοματ.)
dindon (ονοματ.)
dine (θηλ.ουσ)
dingo (ουσ αρσ )
diniego (ουσ αρσ )
dinitrofenolo (ουσ αρσ )
dinnanzi (επίρ.)
dinoccolato (επίθ.)
dinosauro (ουσ αρσ )
dintorni (ουσ αρσ πληθ.)
dintorno (ουσ αρσ )
dintorno (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---