Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdintórno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dinˈtorno] 1 προάστια 2 περίχωρα 3 προάστιο dintórno επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [dinˈtorno] 1 γύρω γύρω 2 από παντού 3 γύρω 4 τριγύρω 5 πέριξ 6 περίγυρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |