Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diottrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diotˈtria]

διοπτρία (μονάδα μέτρησης φακών)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diossina diottrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Dioniso (κύρ.όν. αρσ.)
diorama (ουσ αρσ )
diorite (θηλ.ουσ)
diospiro (ουσ αρσ )
diossina (θηλ.ουσ)
diottria (θηλ.ουσ)
diottrico (επίθ.)
diottro (ουσ αρσ )
dipanamento (ουσ αρσ )
dipanare (ρ. μτβ.)
dipanatoio (ουσ αρσ )
dipanatura (θηλ.ουσ)
dipartimentale (επίθ.)
dipartimento (ουσ αρσ )
dipartirsi (ρ. μ. αμτβ.)
dipartita (θηλ.ουσ)
dipendente (ουσ αρσ και θηλ.)
dipendente (επίθ.)
dipendenza (θηλ.ουσ)
dipendere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---