Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dipendènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dipenˈdɛnte]

ο υπάλληλος

dipendènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dipenˈdɛnte]

εξαρτώμενος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dipartita dipendenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dipanatura (θηλ.ουσ)
dipartimentale (επίθ.)
dipartimento (ουσ αρσ )
dipartirsi (ρ. μ. αμτβ.)
dipartita (θηλ.ουσ)
dipendente (ουσ αρσ και θηλ.)
dipendente (επίθ.)
dipendenza (θηλ.ουσ)
dipendere (ρ.αμτβ.)
dipingere (ρ. μτβ.)
dipingersi (ρ.μ. (αντων.))
dipinto (ουσ αρσ )
dipinto (επίθ.)
diplegia (θηλ.ουσ)
diplococco (ουσ αρσ )
diploide (αρσ. επίθ και ουσ)
diploma (ουσ αρσ )
diplomare (ρ. μτβ.)
diplomarsi (ρ. μ. αμτβ.)
diplomatica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---