Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdipìngere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [diˈpinʤere] ζωγραφίζω dipingersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [diˈpinʤersi] 1 μακιγιάρομαι 2 μακιγιάρω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |