Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diplomàtico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diploˈmatiko]

ο διπλωμάτης

diplomàtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diploˈmatiko]

διπλωματικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diplomatica diplomato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diploide (αρσ. επίθ και ουσ)
diploma (ουσ αρσ )
diplomare (ρ. μτβ.)
diplomarsi (ρ. μ. αμτβ.)
diplomatica (θηλ.ουσ)
diplomatico (ουσ αρσ )
diplomatico (επίθ.)
diplomato (ουσ αρσ )
diplomato (επίθ.)
diplomazia (θηλ.ουσ)
diplopia (θηλ.ουσ)
dipoi (επίρ.)
dipolare (επίθ.)
dipolo (ουσ αρσ )
diporto (ουσ αρσ )
dipsomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dipsomania (θηλ.ουσ)
diptero (επίθ.)
diradamento (ουσ αρσ )
diradare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---