Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dipòi  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [diˈpɔj]

1 την επομένη
2 μετά
3 κατόπιν
4 αργότερα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diplopia dipolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diplomatico (επίθ.)
diplomato (ουσ αρσ )
diplomato (επίθ.)
diplomazia (θηλ.ουσ)
diplopia (θηλ.ουσ)
dipoi (επίρ.)
dipolare (επίθ.)
dipolo (ουσ αρσ )
diporto (ουσ αρσ )
dipsomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dipsomania (θηλ.ουσ)
diptero (επίθ.)
diradamento (ουσ αρσ )
diradare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diradarsi (ρ.μ. (αντων.))
diradatore (ουσ αρσ )
diramare (ρ. μτβ.)
diramarsi (ρ. μ. αμτβ.)
diramazione (θηλ.ουσ)
diraspare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---