Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dipòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈpɔlo]

δίπολο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dipolare diporto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diplomato (επίθ.)
diplomazia (θηλ.ουσ)
diplopia (θηλ.ουσ)
dipoi (επίρ.)
dipolare (επίθ.)
dipolo (ουσ αρσ )
diporto (ουσ αρσ )
dipsomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dipsomania (θηλ.ουσ)
diptero (επίθ.)
diradamento (ουσ αρσ )
diradare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diradarsi (ρ.μ. (αντων.))
diradatore (ουσ αρσ )
diramare (ρ. μτβ.)
diramarsi (ρ. μ. αμτβ.)
diramazione (θηλ.ουσ)
diraspare (ρ. μτβ.)
dire (ουσ αρσ )
dire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---