Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diplomàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diploˈmato]

1 επαγγελματίας
2 πτυχιούχος
3 κάτοχος διπλώματος

diplomàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diploˈmato]

1 επαγγελματικός
2 εκπαιδευμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diplomatico diplomazia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diplomare (ρ. μτβ.)
diplomarsi (ρ. μ. αμτβ.)
diplomatica (θηλ.ουσ)
diplomatico (ουσ αρσ )
diplomatico (επίθ.)
diplomato (ουσ αρσ )
diplomato (επίθ.)
diplomazia (θηλ.ουσ)
diplopia (θηλ.ουσ)
dipoi (επίρ.)
dipolare (επίθ.)
dipolo (ουσ αρσ )
diporto (ουσ αρσ )
dipsomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dipsomania (θηλ.ουσ)
diptero (επίθ.)
diradamento (ουσ αρσ )
diradare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diradarsi (ρ.μ. (αντων.))
diradatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---