Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dipòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈpɔrto]

1 ευχάριστη ερασιτεχνική ενασχόληση
2 χόμπι
3 απασχόληση να περνά η ώρα
4 αναψυχή
5 ψυχαγωγία
6 διασκέδαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dipolo dipsomane  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diplomazia (θηλ.ουσ)
diplopia (θηλ.ουσ)
dipoi (επίρ.)
dipolare (επίθ.)
dipolo (ουσ αρσ )
diporto (ουσ αρσ )
dipsomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dipsomania (θηλ.ουσ)
diptero (επίθ.)
diradamento (ουσ αρσ )
diradare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diradarsi (ρ.μ. (αντων.))
diradatore (ουσ αρσ )
diramare (ρ. μτβ.)
diramarsi (ρ. μ. αμτβ.)
diramazione (θηλ.ουσ)
diraspare (ρ. μτβ.)
dire (ουσ αρσ )
dire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---