Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdipòrto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diˈpɔrto] 1 ευχάριστη ερασιτεχνική ενασχόληση 2 χόμπι 3 απασχόληση να περνά η ώρα 4 αναψυχή 5 ψυχαγωγία 6 διασκέδαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |