Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diplòma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈplɔma]

1 το δίπλωμα
2 (di laurea) το πτυχείο
3 (di maturità) το απολυτήριο λυκείου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diploide diplomare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


diploma [αρσ.] di maturità = το απολυτήριο λυκείου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dipinto (ουσ αρσ )
dipinto (επίθ.)
diplegia (θηλ.ουσ)
diplococco (ουσ αρσ )
diploide (αρσ. επίθ και ουσ)
diploma (ουσ αρσ )
diplomare (ρ. μτβ.)
diplomarsi (ρ. μ. αμτβ.)
diplomatica (θηλ.ουσ)
diplomatico (ουσ αρσ )
diplomatico (επίθ.)
diplomato (ουσ αρσ )
diplomato (επίθ.)
diplomazia (θηλ.ουσ)
diplopia (θηλ.ουσ)
dipoi (επίρ.)
dipolare (επίθ.)
dipolo (ουσ αρσ )
diporto (ουσ αρσ )
dipsomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---